μόρο

μόρο
(I)
το
ζωολ. γένος τελεόστεων οστεϊχθύων τής οικογένειας eretmophoridae.
————————
(II)
το (Α μόρον)
ο καρπός τής μουριάς, τής συκαμινιάς, συκάμινο, μούρο
νεοελλ.
ωάριο που μετά τη γονιμοποίηση του διαιρείται σε δύο, τέσσερα, οκτώ μέρη και ούτω καθεξής
αρχ.
βατόμουρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *moro- «βατόμουρο» και συνδέεται με τα αρμν. mor, -i, -iw «βατόμουρο» και το λατ. mōrum «μούρο, βατόμουρο», το οποίο δανείστηκε η γερμ., πρβλ. αρχ. άνω γερμ. mūr-, mōrbere, μέσ. άνω γερμ. mūlber «μούρο». Κατ' άλλους, η λ. μόρον και το λατ. mōrum είναι παράλληλα δάνεια από πηγή μη ΙΕ προελεύσεως, ενώ η άποψη κατά την οποία η λ. μόρον ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *mor- «μαύρος» (πρβλ. μόρυχος) δεν φαίνεται πιθανή. Η λ. μαρτυρείται στο τοπωνύμιο Μορέας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μορό, Γκιστάβ — (Gystave Moreau, Παρίσι 1826 – 1898). Γάλλος ζωγράφος. Μαζί με τον Πιβίς ντε Σαβάν εκφράζει την πνευματική αντίδραση, που στο δεύτερο μισό του 19ου αι. αντέκρουσε τον ρεαλισμό και με το γεμάτο συμβολικούς και λογοτεχνικούς χαρακτήρες περιεχόμενό… …   Dictionary of Greek

  • Μορό, Ζαν — (Moreau, Παρίσι 1928 –). Γαλλίδα ηθοποιός. Έχοντας μια δεκαετή πορεία στον κινηματογράφο και το θέατρο, έγινε γνωστή το 1958 (Οι ερασταί) μέσω της συνεργασίας της με τον σκηνοθέτη Λ. Μαλ. Σύντομα αναδείχτηκε σε μούσα του γαλλικού «Νέου Κύματος»,… …   Dictionary of Greek

  • Μόρο, Άλντο — (Aldo Moro, Μάλι Απουλίας 1916 – 1978). Ιταλός πολιτικός. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μπάρι της Ιταλίας, του οποίου υπήρξε και καθηγητής, στην έδρα του Ποινικού Δικαίου. Νωρίς εντάχθηκε στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, του… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • συμβολισμός — Λογοτεχνικό κίνημα που γεννήθηκε και επικράτησε στη Γαλλία μεταξύ 1885 και 1900 ως αντίδραση στον παρνασσισμό (παρνασσιακοί), που ήθελε μια ποίηση ουσιαστικά αντιπροσωπευτική της μορφής και των χρωμάτων, και στο νατουραλισμό, που υποστήριζε μια… …   Dictionary of Greek

  • Βόλτα, Αλεσάντρο — (Alessandro Volta, Κόμο 1745 – 1827).Ιταλός φυσικός. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και έλαβε άριστη φιλολογική μόρφωση, αλλά αφοσιώθηκε στις θετικές επιστήμες στις οποίες διέπρεψε, αν και ουσιαστικά ήταν αυτοδίδακτος. Νέος ακόμα κατασκεύασε το …   Dictionary of Greek

  • Βολταίρος — Βλ. λ. Βολτέρος Χαλκογραφία του Zav Μισέλ Μορό, του λεγόμενου Μορό του Νεότερου, για τον «Αγαθούλη» του Βολτέρου (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”