Μορό, Γκιστάβ — (Gystave Moreau, Παρίσι 1826 – 1898). Γάλλος ζωγράφος. Μαζί με τον Πιβίς ντε Σαβάν εκφράζει την πνευματική αντίδραση, που στο δεύτερο μισό του 19ου αι. αντέκρουσε τον ρεαλισμό και με το γεμάτο συμβολικούς και λογοτεχνικούς χαρακτήρες περιεχόμενό… … Dictionary of Greek
Μορό, Ζαν — (Moreau, Παρίσι 1928 –). Γαλλίδα ηθοποιός. Έχοντας μια δεκαετή πορεία στον κινηματογράφο και το θέατρο, έγινε γνωστή το 1958 (Οι ερασταί) μέσω της συνεργασίας της με τον σκηνοθέτη Λ. Μαλ. Σύντομα αναδείχτηκε σε μούσα του γαλλικού «Νέου Κύματος»,… … Dictionary of Greek
Μόρο, Άλντο — (Aldo Moro, Μάλι Απουλίας 1916 – 1978). Ιταλός πολιτικός. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μπάρι της Ιταλίας, του οποίου υπήρξε και καθηγητής, στην έδρα του Ποινικού Δικαίου. Νωρίς εντάχθηκε στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, του… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
συμβολισμός — Λογοτεχνικό κίνημα που γεννήθηκε και επικράτησε στη Γαλλία μεταξύ 1885 και 1900 ως αντίδραση στον παρνασσισμό (παρνασσιακοί), που ήθελε μια ποίηση ουσιαστικά αντιπροσωπευτική της μορφής και των χρωμάτων, και στο νατουραλισμό, που υποστήριζε μια… … Dictionary of Greek
Βόλτα, Αλεσάντρο — (Alessandro Volta, Κόμο 1745 – 1827).Ιταλός φυσικός. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και έλαβε άριστη φιλολογική μόρφωση, αλλά αφοσιώθηκε στις θετικές επιστήμες στις οποίες διέπρεψε, αν και ουσιαστικά ήταν αυτοδίδακτος. Νέος ακόμα κατασκεύασε το … Dictionary of Greek
Βολταίρος — Βλ. λ. Βολτέρος Χαλκογραφία του Zav Μισέλ Μορό, του λεγόμενου Μορό του Νεότερου, για τον «Αγαθούλη» του Βολτέρου (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι) … Dictionary of Greek